- κατοκλάζω
- κατοκλάζω (Α)(ενεργ. και μέσ.) κάθομαι με λυγισμένα τα γόνατα έτσι ώστε το πίσω μέρος τών μηρών να ακουμπήσει στις φτέρνες («δεδιδαγμένων ἵππων ὀρειβατεῑν καὶ κατοκλάζεσθαι ῥᾳδίως ἀπό προστάγματος», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»].
Dictionary of Greek. 2013.